“Η Ψυχική Υγεία παραμένει ταμπού για τα Στελέχη”. Άρθρο στο BHMA ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ | ειδική έκδοση Workplace Wellbeing

Τα ευρήματα όλων των ερευνών σε διεθνές επίπεδο επιβεβαιώνουν ότι διανύουμε μια περίοδο κατά την οποία η ψυχική μας υγεία συνεχίζει να βάλλεται. Η γενικευμένη αστάθεια, τα απρόβλεπτα γεγονότα, η κρίση κόστους ζωής και η βία αυξάνουν τα επίπεδα άγχους, θυμού και συναισθηματικής εξουθένωσης, επηρεάζοντας σε ανησυχητικό βαθμό την ευεξία των ανθρώπων. Σε αυτό το περιβάλλον, η ψυχική υγεία των εργαζομένων έχει μετατραπεί από μια δευτερεύουσα ανησυχία σε πρωταρχικό ζήτημα για τους οργανισμούς που επιδιώκουν μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και ανάπτυξη. Βρισκόμαστε, επομένως, σε ένα κρίσιμο σημείο όπου οι οργανισμοί καλούνται όχι απλώς να υιοθετήσουν πρακτικές που θα προάγουν την παραγωγικότητα αλλά και να ενσωματώσουν μια συνολική στρατηγική που θα προστατεύει και θα ενισχύει την ψυχική υγεία του ανθρώπινου δυναμικού τους.
Ωστόσο, σε μια εποχή που οι οργανισμοί φαίνεται να εφαρμόζουν όλο και περισσότερες πολιτικές και δράσεις για την ψυχική υγεία στο εργασιακό περιβάλλον, παρατηρείται μια ουσιαστική αντίφαση: ενώ αναπτύσσονται πρωτοβουλίες για να ενθαρρυνθεί ο ανοιχτός διάλογος γύρω από αυτά τα θέματα για το ευρύτερο ανθρώπινο δυναμικό, το ίδιο δεν φαίνεται να ισχύει στον ίδιο βαθμό?? για τα ηγετικά στελέχη. Στο επίπεδο της διοίκησης, η ψυχική υγεία συχνά παραμένει ένα θέμα που δεν προσεγγίζεται με την ίδια στόχευση, ελευθερία ή αποδοχή. Το αποτέλεσμα είναι το στίγμα να παραμένει ιδιαίτερα ισχυρό, ακριβώς στη βαθμίδα όπου διαμορφώνεται η κουλτούρα και λαμβάνονται οι πιο κρίσιμες αποφάσεις.
Η κουλτούρα της “σιωπής” στην ηγεσία
Συχνά η εικόνα του επιτυχημένου στελέχους παραμένει στενά συνδεδεμένη με έννοιες όπως η ανθεκτικότητα, ο αυτοέλεγχος και η αδιάλειπτη αποδοτικότητα. Σε αρκετά εταιρικά περιβάλλοντα, η παρουσία ενός στελέχους συνοδεύεται από μια ισχυρή προσδοκία: να μη δείχνει αδυναμία και να αποτελεί πυλώνα σταθερότητας για την ομάδα του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η παραδοχή ενός επικεφαλής ότιβιώνει άγχος, κατάθλιψη ή επαγγελματική εξουθένωση εκλαμβάνεται συχνά ως σημάδι ανεπαρκούς ηγεσίας ή έλλειψης ελέγχου. Με τον φόβο είτε του στιγματισμού, είτε της απώλειας της αξιοπιστίας, είτε της αμφισβήτησης της καταλληλότητάς τους, τα στελέχη συχνά “παγώνουν” τα συναισθήματά τους και οδηγούνται σε σιωπή. Αυτή η σιωπή, ωστόσο, έχει διπλό κόστος: επιβαρύνει το ίδιο το στέλεχος και, ταυτόχρονα, διαμορφώνει μια οργανωσιακή κουλτούρα όπου η ευαλωτότητα δεν έχει χώρο.
Οι συνέπειες της “σιωπής” στο εργασιακό περιβάλλον
Η έλλειψη ανοιχτής συζήτησης γύρω από την ψυχική υγεία στα ηγετικά επίπεδα έχει σημαντικό αντίκτυπο και στον ευρύτερο οργανισμό, καθώς μειώνει αισθητά το αίσθημα εμπιστοσύνης των εργαζομένων. Όταν οι εργαζόμενοι βλέπουν τα στελέχη τους να μην εκφράζουν ή να μην αναγνωρίζουν τις συναισθηματικές και ψυχικές δυσκολίες, θεωρούν ότι κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται στον εργασιακό χώρο — ούτε για τους ίδιους/ες. Έτσι, ακόμη και όταν αντιμετωπίζουν σοβαρά θέματα άγχους, εξουθένωσης ή ψυχικής πίεσης, διστάζουν να ζητήσουν βοήθεια, φοβούμενοι τον στιγματισμό ή ότι θα επηρεαστεί αρνητικά η επαγγελματική τους εξέλιξη. Αυτή η σιωπή δεν είναι μεμονωμένη. Μεταφέρεται, καλλιεργείται και τελικά διαμορφώνει μια κουλτούρα εσωστρέφειας ή/και εσωτερικής απομόνωσης.
Ταυτόχρονα, το ψυχικό βάρος που επωμίζονται τα «σιωπηλά» στελέχη ενδέχεται —συνειδητά ή ασυνείδητα— να διοχετεύεται προς τα κάτω, επηρεάζοντας αρνητικά ευρύτερα το εργασιακό περιβάλλον. Το αποτέλεσμα είναι ένας κύκλος αναπαραγωγής άγχους και πίεσης, που μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα επαγγελματικής εξουθένωσης (burnout) σε ολόκληρο τον οργανισμό.
Όλα τα παραπάνω συχνά συμβάλλουν στην απουσία συναισθηματικής ηγεσίας – του τύπου ηγεσίας που βασίζεται στην ενσυναίσθηση, τη γνήσια ανθρώπινη σύνδεση και τη συναισθηματική διαθεσιμότητα. Η έλλειψή της έχει ως αποτέλεσμα μια αποστασιοποιημένη διαχείριση των ομάδων, χωρίς πραγματική καθοδήγηση και υποστήριξη.
Ένα συχνό επίσης φαινόμενο είναι ότι η απουσία ουσιαστικής τοποθέτησης των στελεχών γύρω από ζητήματα ψυχικής υγείας συναντάται σε οργανισμούς που “επικοινωνιακά” προωθούν την ψυχική ευεξία. Έτσι γεννιέται το φαινόμενο του “wellbeing washing”: περιπτώσεις δηλαδή όπου προβάλλεται η εικόνα ενός ευαισθητοποιημένου οργανισμού, χωρίς όμως η ψυχική υγεία να αποτελεί πραγματικό μέρος της οργανωσιακής κουλτούρας.
Ο ρόλος των οργανισμών στη στήριξη των στελεχών
Η αλλαγή που απαιτείται στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται η ψυχική υγεία στους οργανισμούς δεν μπορεί να είναι επιφανειακή ή επικοινωνιακή – οφείλει να είναι δομική και βαθιά ριζωμένη, ξεκινώντας από τις ίδιες τις ηγετικές ομάδες. Η ψυχική υγεία πρέπει να αναγνωρίζεται ως στρατηγικός πυλώνας τόσο στη διαμόρφωση της ηγεσίας όσο και στην οργάνωση και διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Οι οργανισμοί έχουν ευθύνη να δημιουργούν συνθήκες φροντίδας και στήριξης και για τα στελέχη τους, τα οποία συχνά φέρουν το μεγαλύτερο φορτίο, αλλά παραμένουν χωρίς πλαίσιο ουσιαστικής ενδυνάμωσης. Η ψυχική υγεία των στελεχών πρέπει να θεωρείται όχι προσωπική υπόθεση, αλλά κρίσιμος παράγοντας ηγετικής ποιότητας.
Για να γίνει αυτό πράξη, απαιτούνται συγκεκριμένες παρεμβάσεις και αλλαγές στην κουλτούρα. Πρώτο βήμα είναι η συστηματική εκπαίδευση των στελεχών σε θέματα ψυχικής υγείας. Να μπορούν να αναγνωρίζουν έγκαιρα τα προειδοποιητικά σημάδιαστους ίδιους και στις ομάδες τους, να γνωρίζουν πώς να προσεγγίζουν έναν συνεργάτη που δυσκολεύεται, να καλλιεργούν σχέσεις εμπιστοσύνης και ουσιαστικής στήριξης αλλά και να ενισχύουν τη δική τους ψυχική ανθεκτικότητα. Η εκπαίδευση αυτή δεν αφορά μόνο στη διαχείριση και στη φροντίδα των άλλων, αλλά και στη φροντίδα του εαυτού και στην ανάπτυξη μηχανισμών αυτογνωσίας, αποφόρτισης και πρόληψης της επαγγελματικής εξουθένωσης. Ενδεικτικά, μπορεί να περιλαμβάνει στρατηγικές διαχείρισης άγχους, εναρμόνιση εργασίας και προσωπικής ζωής, ενίσχυση της συναισθηματικής επίγνωσης, και πρακτικές που ενδυναμώνουν τη σχέση του ηγέτη με τον εαυτό του και την ομάδα του.
Παράλληλα, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα εργασιακό περιβάλλον που προάγει την ψυχολογική ασφάλεια — δηλαδή, μια κουλτούρα στην οποία ο κάθε εργαζόμενος, ανεξαρτήτως ρόλου, μπορεί να εκφραστεί χωρίς τον φόβο της απόρριψης ή της απαξίωσης. Ίσως η πιο μετασχηματιστική αλλαγή είναι η αναγνώριση της ευαλωτότητας ως χαρακτηριστικού ηγεσίας, και όχι ως αδυναμίας. Ένα ηγετικό στέλεχος που μιλάει ανοιχτά για τις δυσκολίες που έχει αντιμετωπίσει, δεν υπονομεύει το κύρος του. Αντιθέτως, το ενισχύει, καθώς εμπνέει εμπιστοσύνη και γνήσια σύνδεση.
Επιπλέον, είναι απαραίτητο οι οργανισμοί να υιοθετούν πολιτικές στήριξης που να είναι μετρήσιμες, ουσιαστικές και ενταγμένες στον πυρήνα της καθημερινής λειτουργίας τους. Τέτοιες πολιτικές περιλαμβάνουν την πρόσβαση σε προγράμματα ψυχολογικής υποστήριξης, όπως τα Employee Assistance Programs | EAP (π.χ. 24/7 Τηλεφωνική Γραμμή Συμβουλευτικής Υποστήριξης, Συνεδρίες Συμβουλευτικής κλπ.) ή την παροχή ευελιξίας στον τρόπο και τον χρόνο εργασίας. Είναι σημαντικό η ψυχική υγεία να μεταφράζεται σε πράξεις, διαθέσιμους πόρους και πραγματικές συνθήκες που ενισχύουν την ευεξία όσων εργάζονται μέσα στον οργανισμό – από τη βάση έως την ηγεσία.
Η ηγεσία που χρειαζόμαστε: ευάλωτη, συναισθηματική και ανθρώπινη
Ο κόσμος της εργασίας μεταβάλλεται ραγδαία και μαζί του εξελίσσονται οι αξίες, οι ανάγκες και οι προσδοκίες των εργαζομένων. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι, ανεξαρτήτως ηλικίας ή γενιάς, διεκδικούν ένα εργασιακό περιβάλλον στο οποίο η αυθεντικότητα και η ψυχική υγεία δεν αντιμετωπίζονται ως πολυτέλειες, αλλά ως βασικές προϋποθέσεις. Οι εργαζόμενοι θέλουν να μπορούν να είναι ο εαυτός τους, να εκφράζονται ελεύθερα και να αισθάνονται ότι ανήκουν σε έναν χώρο που σέβεται και στηρίζει τη συνολική τους ευημερία.
Αυτή η αλλαγή κουλτούρας διαμορφώνει μια ουσιαστική ανακατανομή ευθυνών και προσδοκιών προς την ηγεσία. Η ηγεσία καλείται να ανταποκριθεί σε ένα νέο πρότυπο. Να προσεγγίζει τον άνθρωπο πίσω από τον ρόλο και να αναγνωρίζει ότι η φροντίδα της ψυχικής υγείας ξεκινά από την κορυφή. Γιατί όταν τα στελέχη έχουν το θάρρος να λειτουργούν ως πρότυπα, καλλιεργώντας μια πιο ουσιαστική σύνδεση πέρα από ρόλους και τίτλους, δημιουργούν τον χώρο για όλους να φροντίσουν την ψυχική τους υγεία χωρίς φόβο ή ενοχή. Η πιο γενναία, λοιπόν, ηγετική πράξη μέσα σε έναν οργανισμό μπορεί να είναι μια απλή, ανθρώπινη φράση, «Δεν είμαι καλά. Και αυτό είναι εντάξει.»
Και αυτή η παραδοχή δεν είναι αδυναμία — είναι δύναμη.
Μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητα, αυτό που τελικά χρειαζόμαστε είναι η παρουσία ηγετικών στελεχών που τολμούν να είναι αληθινά, που αναγνωρίζουν τη σημασία της ψυχικής υγείας — τόσο της δικής τους όσο και των ομάδων τους — και που ηγούνται με ενσυναίσθηση, ειλικρίνεια και πραγματική ανθρώπινη παρουσία.
Τατιάνα Τούντα
Chairwoman & CEO, Hellas EAP